άκοφτος
Смотреть что такое "άκοφτος" в других словарях:
άκοφτος — η, ο βλ. άκοπος … Dictionary of Greek
άκοφτος — η, ο βλ. άκοπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άκοπτος — η, ο βλ. άκοφτος … Dictionary of Greek
αμιστύλλευτος — ἀμιστύλλευτος και ἀμίστυλλος, ον (Α) [μιστύλλω] ο μη κομματιασμένος, άκοφτος … Dictionary of Greek
άκοπος — I (από το στερητ. α και κόπος), ακοπίαστος (βλ. λ.). II άκοπος, η, ο και άκοφτος, η, ο (από το στερητ. α και κόβω), αυτός που δεν είναι κομμένος: Τα φύλλα του βιβλίου είναι άκοπα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)